διαβρώνω

διαβρώνω
дот.
1) грызть; прогрызать; изъедать; 2) разрушить, размывать (о воде и т. п.) разъедать, проедать (о кислоте); производить эрозию (о ржавчине)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαβρώνω" в других словарях:

  • διαβρώνω — διαβρώνω, διάβρωσα και διέβρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδιάβρωτος — η, ο [διαβρώνω, διαβιβρώσκω] αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάβρωση …   Dictionary of Greek

  • κατεσθίω — και κατέσθω (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ. β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.) 3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους»,… …   Dictionary of Greek

  • συνοικουρώ — έω, Α [συνοικουρός] 1. μένω στο σπίτι μαζί με κάποιον 2. μτφ. (για σκουριά) διαβρώνω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — η η φθορά, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διαβρώνω: Είναι φανερή η διάβρωση του εδάφους από το νερό σ’ αυτή την πλαγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»